συμβιωτικός

συμβιωτικός
-ή, -ό / συμβιωτικός, -ή, -όν, ΝΑ [συμβιῶ (-ώνω)]
νεοελλ.
βιολ. αυτός που ζει μαζί με κάποιον άλλο («συμβιωτικοί οργανισμοί» — οργανισμοί που ανήκουν σε δύο διαφορετικά είδη και οι οποίοι διαβιώνουν από κοινού)
αρχ.
κατάλληλος για συμβίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκτόφυτος — η, ο βοτ. φυτικός οργανισμός, παράσιτο ή συμβιωτικός, που ζει στην επιφάνεια τού ξενιστή του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”